Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ




Ο όρος <<καπιταλισμός>>, παρά την κατάληξη της λέξης σε –ισμός, δεν υποδηλώνει κάποια ιδεολογία ή κάποιο θεωρητικό σύστημα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 19ο αιώνα από Γάλλους σοσιαλιστές όπως ο Προυντόν, ο Πιερ Λερού και ο Μπλανκί, οι οποίοι περιέγραφαν έτσι το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της εποχής  τους, και που ήθελαν να αντικαταστήσουν, αργά ή γρήγορα, από τον <<σοσιαλισμό>>. Σημειώνουμε πως ούτε ο Έγελος αλλά ούτε και ο Μαρξ χρησιμοποίησαν ακριβώς αυτόν τον όρο: μιλούσαν για <<καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής>> και για <<αστική οικονομία>>δυο εκφράσεις που ήταν ταυτόσημες. Πολύ σύντομα, μέσα από τα γραπτά διαφόρων θεωρητικών, ο νεολογισμός απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις και συνδέθηκε με τις έννοιες της αδικίας και της εκμετάλλευσης, στο βαθμό που φιλελεύθεροι συγγραφείς πολλές φορές χρησιμοποίησαν αντί για τον όρο <<καπιταλισμός>> άλλες εκφράσεις που θεώρησαν πιο ουδέτερες, όπως <<οικονομία ελεύθερης επιχειρηματικότητας>> ή <<οικονομία της αγοράς>>.

Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και χάρη σε ιστορικούς όπως ο Βέρνερ Σόμπαρτ στη Γερμανία και ο Ανρί Οζέρ στη Γαλλία, κοινωνιολόγους όπως ο Μαξ Βέμπερ και οικονομολόγους όπως ο Σουμπέτερ, ο όρος θα αποκτήσει επιτέλους ακαδημαϊκό κύρος και θα απαλλαχθεί από το κλίμα έντονης πολεμικής που σκίαζε τη μελέτη του και που, όπως παρατήρησε ο Φρανσουά Περού, τον καθιστούσε <<έννοια πολέμου>>.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, να σταθούμε λίγο ακόμη στον ίδιο τον όρο <<καπιταλισμός>>. Ήδη από το 18ο αιώνα, η λέξη <<καπιταλιστής>> σήμαινε τον κάτοχο κεφαλαίων στην ιδιότητα του ως επενδυτή. Ο όρος συναντάται συχνά σε αγγλόφωνους συγγραφείς όπως ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790) ή γαλλόφωνους όπως ο Τιργκό (1727-1781), ο οποίος το1766 αποκαλούσε τους διευθυντές επιχειρήσεων <<καπιταλιστές επιχειρηματίες στην γεωργία>>(ήταν οι γαιοκτήμονες) ή  <<καπιταλιστές επιχειρηματίες στη βιομηχανία>> (όσοι ήταν διευθυντές μη αγροτικών επιχειρήσεων).
Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός οριζόταν ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούσε η εμβληματική φιγούρα του καπιταλιστή. Τέτοιος θεωρούταν κάποιος ιδιοκτήτης κεφαλαίων ο οποίος προσπαθούσε να τα πολλαπλασιάσει, είτε επενδύοντας τα είτε αξιοποιώντας τα εντός της επιχείρησής του. Αυτός ο ορισμός προϋποθέτει σαφή διάκριση ανάμεσα στους κατόχους των κεφαλαίων (τους καπιταλιστές) και τους μισθωτούς, οι οποίοι έχουν μόνο τα χέρια τους.
Ο Φρανσουά Κενέ (1694-1774) περιέγραφε τους γαιοκτήμονες ως <<κατόχους σημαντικών κεφαλαίων>>. Μετά από αυτό, συγγραφείς όπως ο Άνταμ Σμιθ επιδόθηκαν στην μελέτη του πλουτισμού των εθνών, δηλαδή της οικονομικής ανάπτυξης, και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο που έπαιζε το κεφάλαιο και η συσσώρευσή του.
Γενικά δέχονταν ότι η συσσώρευση αυτή, που σήμερα ονομάζουμε επένδυση ή σχηματισμό κεφαλαίου, πραγματοποιούταν από ιδιώτες ή από επιχειρηματίες οι οποίοι ήθελαν να αποκομίσουν κέρδος. Σκοπός αυτών δεν ήταν μόνο η κάλυψη του κόστους παραγωγής κέρδους, το οποίο θα επένδυαν ξανά επιτρέποντας στην επιχείρηση να αναπτυχθεί, σύμφωνα με το βασικό νόμο της ανάπτυξης που είναι ο ανατοκισμός. Αν μεταφέρουμε το σκεπτικό αυτό στην κλίμακα ενός ολόκληρου έθνους, η οικονομία μιας καπιταλιστικής χώρας μπορεί να ιδωθεί σαν ένα σύστημα που στοχεύει στην αύξηση του πλούτου  μέσω της συσσώρευσής του. Με άλλα λόγια, η έννοια του στάσιμου κράτους είναι ξένη στον καπιταλισμό.
Ας διευκρινίσουμε πρώτα πως ακριβώς εννοούμε τον καπιταλισμό, κάτι που θα μας βοηθήσει να σκιαγραφήσουμε καλύτερα το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Έχουν δοθεί πολλοί ορισμοί, εμείς όμως θα προτιμήσουμε αυτόν του Σουμπέτερ (1883-1950): ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, από τον συντονισμό των αποφάσεων χάρη στις συναλλαγές, δηλαδή την αγορά, και τέλος από τη συσσώρευση κεφαλαίου χάρη στη διαμεσολάβηση πιστωτικών οργανισμών, μέσω δηλαδή της πίστωσης, Αυτός ορισμός παρουσιάζει τον καπιταλισμό στους αντίποδες του σοσιαλισμού, εξηγώντας έτσι τη μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στα δύο συστήματα. Πράγματι, ο Σουμπέτερ προτείνει έναν διαμετρικά αντίθετο ορισμό του σοσιαλισμού: είναι ένα σύστημα που το χαρακτηρίζει η συλλογική οικειοποίηση των μέσων παραγωγής. Ο συντονισμός των αποφάσεων και ο ρυθμός συσσώρευσης των κεφαλαίων καθορίζονται από ένα σύνολο αριθμητικών προσταγών, το Σχέδιο, που παίρνουν τη θέση της αγοράς .
Ωστόσο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον <<κομμουνισμό>>. Αυτό είναι ένα θεωρητικό σύστημα το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα(1875), απαντά στο πρόσταγμα: <<Απ’ τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του>>. Η πραγμάτωσή του έμοιαζε μακρινή επειδή προϋπόθετε έναν τόσο υψηλό βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που η σπανιότητα θα καταργούταν και οι άνθρωποι θα αποκτούσαν άμεση και δωρεάν πρόσβαση σε όλα όσα έχουν ανάγκη, χωρίς καν να χρειάζονται χρήματα. Οι Ρώσοι, μετά την τραυματική εμπειρία του <<εμπόλεμου κομμουνισμού>> (1918-1921), ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα: ο κομμουνισμός ήταν ένα ιδεώδες που δεν μπορούσε να υλοποιηθεί άμεσα. Ήταν απαραίτητη λοιπόν μια μακροχρόνια μεταβατική περίοδος κατά την οποία ίσχυε το πρόσταγμα: << Απ’ τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του>>.
<<Σοσιαλισμός>> ήταν το όνομα που οι ίδιοι οι Ρώσοι έδωσαν στο εν λόγω μεταβατικό καθεστώς. Αυτό το σύστημα ίσχυε στην Σοβιετική Ένωση και στις διάφορες χώρες του <<ανατολικού μπλοκ>> μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ακόμη και όταν το μοναδικό κόμμα έφερε την ονομασία <<Κομμουνιστικό κόμμα>>. Ο ορισμός του Σουμπετερ για τον σοσιαλισμό αρμόζει στην εντέλεια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, οι ειδικοί, κατόπιν πρότασης του ίδιου του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, αποκαλούσαν τις χώρες αυτές του <<υπαρκτού σοσιαλισμού>>.
Θα παρατηρήσουμε, ακόμη, ότι το καθεστώς των χωρών όπου επικράτησε η <<σοσιαλδημοκρατία>> (πολλά κράτη της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης, με βασικό εκπρόσωπο τη Γαλλία), δεν είναι παρά μια εκδοχή του καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου το άρχον κόμμα αυτοαποκαλείται <<σοσιαλιστικό>>.
Η μελέτη θα αρχίσει με μια ιστορική ανασκόπηση της γένεσης και της ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Οι απαρχές του καπιταλισμού: ένα ιστορικό περίγραμμα

Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει μια ιστορική προσέγγιση του καπιταλισμού γίνεται ακόμη πιο σαφές αν αναλογιστούμε τον πραγματικά επαναστατικό χαρακτήρα που διακρίνει αυτό το οικονομικό σύστημα μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Δύο παρατηρήσεις θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε καλύτερη αίσθηση των ιστορικών μεγεθών.
Ο Ντέιβιντ Λάντες υποστήριζε πως, όσον αφορά τις υλικές παραμέτρους της ζωής του ανθρώπου, ένας Άγγλος του 1750 είχε περισσότερα κοινά με έναν λεγεωνάριο της εποχής του Καίσαρα απ’ ό,τι με τα ίδια του τα δισέγγονα. Δεύτερη παρατήρηση : αν μεταφερόμασταν στα μισά του 18ου αιώνα, ίσως και στα πρώτα χρόνια του 19ου, θα διαπιστώναμε πως τα μέσα βιοτικά επίπεδα των κατοίκων της Ευρώπης, της Ισλαμικής Αφρικής ή Μέσης Ανατολής, της Ινδίας και της Κίνας ήταν παρεμφερή ή, έστω, απέκλιναν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στην συνέχεια. Και αυτό επειδή η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης, της μεγαλύτερης δηλαδή ανατροπής στην ιστορία της και η οποία θα της έδινε τη δυνατότητα να ασκήσει στον υπόλοιπο κόσμο μια πρωτοφανή κυριαρχία.
Σε αυτό το κεφάλαιο, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας σχετικά με τις απαρχές του καπιταλισμού. Αυτή η προκαταρκτική εξέταση είναι απαραίτητη αν επιθυμούμε  να γνωρίσουμε την πραγματική φύση αυτού του συστήματος και να διακρίνουμε τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισής του. Θα ορίσουμε τη χρονολογία και τις βασικές γραμμές εξέλιξης του καπιταλισμού. Από ποια ιστορική στιγμή  και έπειτα διαφαίνεται ένας τρόπος οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που μπορεί με ασφάλεια να ονομαστεί  καπιταλιστικός; Θα έχουμε την ευκαιρία, στο μεταξύ, να θέσουμε μερικά ερωτήματα όσον αφορά το ρόλο της θρησκείας καθώς και να προσδιορίσουμε τις επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης στην ίδια τη φύση του συστήματος.
Η προσεκτική παρατήρηση της ιστορίας μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο μηχανισμός της αγοράς βρισκόταν ήδη εν λειτουργία πολύ πριν το στάδιο τη εκβιομηχάνισης των κοινωνιών. Θα πρέπει  λοιπόν να αναζητήσουμε τις καταβολές του καπιταλισμού σε πολύ παλαιότερες εποχές. Η προσπάθεια αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς η ιστορία της αρχαιότητας μας προσφέρει το θέαμα μεγάλων μητροπόλεων με εξαιρετικά περίπλοκες δομές, οι οποίες διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με κοντινές και απομακρυσμένες χώρες. Αυτά τα ρεύματα τα οποία διέτρεχαν  την Ελλάδα και τον ελληνιστικό κόσμο, αλλά και όλη την περιφέρεια της Μεσογείου στο ισχυρό οργανωτικό πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Θα ήταν αξιοπερίεργο  αν η οικονομία των χωρών αυτών, ακόμη και στις παλαιότερες περιόδους της ιστορίας, δεν είχε γνωρίσει κάποιους από τους χαρακτηριστικότερες θεσμούς του καπιταλισμού. Δεν θα χρειαστεί ωστόσο να ανατρέξουμε τόσο βαθιά στο παρελθόν. Θα αρκεστούμε στο να περιγράψουμε τις βασικές οικονομικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στη Δυτική Ευρώπη από το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μετά.

Γένεση και εξέλιξη της μεσαιωνικής οικονομίας

Οι απαρχές του καπιταλισμού, έτσι όπως τον εννοούμε σήμερα και έτσι όπως τον έχουμε ορίσει, εντοπίζονται ήδη τον Μεσαίωνα, καθώς η μεσαιωνική κοινωνία κάθε άλλο παρά αντιστοιχούσε σε έναν ομοιογενή πολιτισμό. Για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα θα πρέπει να θυμηθούμε ότι γεννήθηκε μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μια πτώση που οφειλόταν τόσο στις βαρβαρικές επιδρομές όσο και στις ολοένα και πιο σαθρές κοινωνικές και οικονομικές βάσεις της καθημερινής ζωής. Θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τους σκοπούς του παρόντος συγγράμματος να αναφέρουμε συνοπτικά τα σημαντικότερα στάδια ανάπτυξης του δυτικού μεσαίωνα. Μέσα από την εξέταση  των αιτιών και εκφάνσεων της εξέλιξης και, εν τέλει, της εξαφάνισής του, θα οδηγηθούμε σε μια ipso facto περιγραφή των παραγόντων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην γένεση του καπιταλισμού. Βέβαια, είναι γνωστό πως πολύ πριν από τον μεσαίωνα, πρώτα στην Ανατολή, και επιχειρηματίες με σημαντική δράση. Όμως στη Δυτική Ευρώπη βλέπουμε για πρώτη φορά να αναπτύσσεται,  αδιάλειπτα από το 12ο αιώνα και μετά, ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα εξ ολοκλήρου προσανατολισμένο στη συσσώρευση πλούτου και παραγωγικών δυνατοτήτων.
Ας επανέλθουμε όμως στην αρχή του Μεσαίωνα, δηλαδή στο τέλος του αρχαίου πολιτισμού.

Το τέλος της ρωμαϊκής ηγεμονία. –Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου αιώνα, του 4ου και 5ου αιώνα μ.Χ. κλόνισαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και προκάλεσαν την τελική πτώση της, σηματοδοτώντας τη διάλυση των νομικών και διοικητικών δομών του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους. Η ανασφάλεια που επικράτησε μετά τις επιδρομές αυτές στις κατά κανόνα αγροτικές κοινωνίες της Δύσης ανάγκασε τους πληθυσμούς να αναζητήσουν καταφύγιο είτε στις λιγοστές πόλεις που περιβάλλονταν από τείχη, είτε γύρω από τα οχυρά ισχυρών γαιοκτημόνων (όπως ήταν οι Γαλλο-Ρωμαίοι potentes του 4ου αιώνα), οι οποίοι σε αντάλλαγμα της προστασίας που παρείχαν, απαιτούσαν μια σειρά παροχών σε είδος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, παρατηρούνταν μια πολυμορφία καταστάσεων. Πολλές φορές, η κυριαρχία των ισχυρών στηριζόταν περισσότερο στον βίαιο εξαναγκασμό παρά στις συναλλαγές!
Μελετώντας τις δομές αυτές που ήδη προαναγγέλουν το φεουδαρχικό σύστημα, βλέπουμε πως το βασικό πρόβλημα των πληθυσμών ήταν η ασφάλεια των προσώπων/ ατόμων και των αγαθών τους. Η εξασθενημένη αυτοκρατορική εξουσία, όμως, δεν είναι πια σε θέση να προσφέρει την πολυπόθητη ασφάλεια. Ο αστικός πολιτισμός παραχωρεί λοιπών τη θέσει του σε μικροκοινωνίες οι οποίες, κλισμένες στον εαυτό τους, παρήκμασαν και οδηγήθηκαν σε δημογραφική συρρίκνωση και έλλειψη νομισματικών αποθεμάτων, αλλαγές που προκάλεσαν και αισθητή μείωση στις εμπορικές συναλλαγές. Αυτή η κρίση, που έλαβε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις κατά τον 5ο αιώνα, γενικεύτηκε σε όλο το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος.


Ο αυξανόμενος όλος των τραπεζών. – Είδαμε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων φάσεων με ποιον τρόπο εμφανίστηκε και εδραιώθηκε ο ρόλος των τραπεζών στην ιστορία της οικονομίας. Οι τράπεζες έδιναν στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν και να διαχειρίζονται τα κεφάλαια που ήταν απαραίτητα, ειδικά για τη χρηματοδότηση του εμπορίου μεγάλης κλίμακας. Όπως ήταν επόμενο, με τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής, οι τράπεζες κλήθηκαν να παίξουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, η οποία είχε ανάγκη από κεφάλαια τουλάχιστον όσο και η ναυτιλία. Έτσι λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδρύονται επενδυτικές και εμπορικές τράπεζες με πελατεία που αποτελείται από επιχειρηματίες ενώ, λίγο αργότερα, εμφανίζονται οι τράπεζες καταθέσεων οι οποίες μετατρέπουν τα αποταμιευμένα κεφάλαια των νοικοκυριών και των εταιριών σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους τραπεζών ισχύει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με τη χώρα.
Η γενική οργάνωση της παραγωγής. – Η γενική οργάνωση της παραγωγής είναι και εκείνη άμεσα εξαρτώμενη από όλες τις εξελίξεις που αναφέραμε προηγουμένως, μιας και οι νέες μέθοδοι παραγωγής καταργούν σε μεγάλο βαθμό τις πρακτικές της κατ’ οίκον εργασίας που χαρακτήριζαν τη λεγόμενη cottage industry. Η καθιέρωση της εργατικής δύναμης σε αχανή εργαστήρια γενικεύεται μέχρι που φτάνει να αποτελεί τον κανόνα στη βιομηχανία: αυτό εξηγείται κυρίως λόγω του μεγέθους των κεφαλαίων που απαιτούνται για να στηθεί μια μοντέρνα επιχείρηση, εξοπλισμένη με όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, και που ξεπερνάει τις δυνατότητες μιας οικογένειας που δουλεύει κατ’ οίκον. Εξηγείται επίσης από την πειθαρχία που θα πρέπει πλέον να χαρακτηρίζει τις ομάδες των εργατών, ο μόχθος των οποίων συντονίζεται για να αποκομιστούν τα περισσότερα δυνατά οφέλη από τον καταμερισμό της εργασίας. Από αυτή την άποψη, η βιομηχανική επανάσταση ήταν ένα φαινόμενο τυπικά καπιταλιστικό, που δεν θα μπορούσε να έχει κυοφορηθεί σε κανένα άλλο σύστημα οργάνωσης.
Οι αλλαγές αυτές σηματοδοτούσαν το ξεκίνημα μιας νέας εποχής. Ο Μαρξ έγραφε, στο Κομμουνιστικό μανιφέστο (1848): <<Η αστική τάξη, κατά τη διάρκεια της μόλις εκατονταετούς κυριαρχίας της, δημιούργησε δυνάμεις παραγωγής πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες απ’ όλες τις προηγούμενες γενιές μαζί>>. Αν σταθούμε για λίγο σε αυτές τις αλλαγές, θα παρατηρήσουμε πρώτα πως το μερίδιο των κατασκευασμένων προϊόντων στην κατανάλωση των νοικοκυριών είχε αυξηθεί. Ως εκ τούτου, ο προσανατολισμός της εργατικής δύναμης ανά κλάδο είχε και αυτός αλλάξει. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο το 12% του ενεργού πληθυσμού ήταν απασχολούμενο στη γεωργία ενώ το 1951 το ποσοστό είχε συρρικνωθεί στο 5%. Η βιομηχανοποίηση της Γαλλίας ακολούθησε πιο αργούς ρυθμούς: το ποσοστό των γεωργών ήταν 66% το 1789, 55% το 1866, 31% το 1951, 12,7% το 1972 και 5% το 1994.
Άλλη μια συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης ήταν η μεταμόρφωση που γνώρισαν οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Μακροπρόθεσμα, παρατηρούμε έναν αυξανόμενο αριθμό καταναλωτών οι οποίοι αποκτούν πρόσβαση σε αγαθά που ήταν άλλοτε απρόσιτα, δρέποντας έτσι τους καρπούς της τεχνολογικής προόδου. Δεν θα πρέπει ωστόσο να αποκρύψουμε ότι όλες αυτές οι αλλαγές στις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες επιβλήθηκαν πολλές φορές στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα βίαια, επιδεινώνοντας με τρόπο συχνά τραγικό τις συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας βιομηχανοποίησης. Έτσι, το 19ο αιώνα, ανέκυψε το επονομαζόμενο <<κοινωνικό ζήτημα>> και μέσα από σημαντικά κοινωνικά κινήματα αναδύθηκαν οι σοσιαλιστικές θεωρίες που συνεχίζουν να έχουν απήχηση ως τις μέρες μας.
Θα πρέπει τέλος να λάβουμε υπόψη μας πως και η φύση ακόμη των μεγάλων οικονομικών τάσεων, όπως και οι ρυθμοί που καθορίζουν την εξέλιξή τους, άλλαξαν ριζικά. Πριν τη βιομηχανική επανάσταση, τα ευρωπαϊκά έθνη ήταν κατά κύριο λόγο γεωργικά. Οι κύκλοι της γεωργικής παραγωγής ήταν αυτοί που καθόριζαν την οικονομική συγκυρία. Στο εξής, οι ρυθμοί της οικονομικής δραστηριότητας εξαρτώνται από τις τάσεις της βιομηχανίας και των πιστώσεων. Από αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή αξίζει να συγκρατήσουμε ότι η γένεση και η ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν δυνατές μόνο χάρη στην εξωστρέφεια των χωρών και των εθνών, στη χειραφέτηση των παραγωγών από τις τοπικές αρχές, στη χειραφέτηση των νοοτροπιών από την Εκκλησία, στην αντικατάσταση των συναλλαγών σε είδος από συναλλαγές σε χρήμα. Το κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία ενίσχυε ακόμη περισσότερο τα υπόλοιπα: το ιστορικό περίγραμμα που επιχειρήσαμε δεν ήταν παρά η εξέταση αυτών των σχέσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου